ἡμιχόρια

ἡμιχόρια
ἡμιχόριον
half-chorus
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αντιστροφή — Η στροφή προς το αντίθετο μέρος ή κατά την αντίθετη φορά. (Γεωμ.) α) Στο (ευκλείδειο) επίπεδο. Έστω ένα επίπεδο E, ένας κύκλος του Κ με κέντρο έστω Ο, και ακτίνα μήκους έστω ρ (>0). Έστω ένα σημείο Ρ(≠Ο) του E· τότε η σχέση: OP·OP’ = ρ2 ορίζει …   Dictionary of Greek

  • διχορία — η (AM διχορία) 1. η διαίρεση τού χορού σε δύο ημιχόρια 2. η χρησιμοποίηση και δεύτερου χορού σε τραγωδία ή κωμωδία …   Dictionary of Greek

  • μοναστήρι ή μονή — Συγκρότημα κτιρίων διατεταγμένων γύρω από έναν ναό και προορισμένων να εξυπηρετήσουν τη διαμονή και τη διαβίωση των μοναχών. Τα μ. εμφανίζονται από τους πρώτους ήδη αιώνες του χριστιανισμού· αναφέρονται συγκεντρώσεις μοναχών, ασκητών ή αναχωρητών …   Dictionary of Greek

  • χορός τραγωδίας — Στο αρχαίο ελληνικό θέατρο ο όρος σήμαινε αρχικά τον χώρο όπου χόρευαν και έφτασε αργότερα να σημαίνει το σύνολο των χορευτών καθώς και τις κινήσεις και το τραγούδι τους. Μπορούσε, ανάλογα με τις απαιτήσεις της υπόθεσης, να παριστάνει χ. ανδρών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”